Τι είναι η Λευχαιμία;
Η Λευχαιμία είναι μία κακοήθης νόσος (καρκίνος)
που προέρχεται από έναν τύπο κυττάρων
του μυελού των οστών. Χαρακτηρίζεται από
την ανεξέλεκτη αύξηση της παραγωγής
κυττάρων του μυελού.
Η συσσώρευση των κακοηθών κυττάρων
επηρεάζει την κανονική παραγωγή
φυσιολογικών κυττάρων του αίματος και
καθιστά το ανθρώπινο σώμα ανίκανο να
προστατευθεί από τις λοιμώξεις.
Υπάρχουν δύο ταξινομήσεις για τη
λευχαιμία: μυελογενής και λεμφογενής,
οι οποίες μπορεί να είναι είτε οξείες
είτε χρόνιες. Οι όροι «μυελογενής» ή
«λεμφογενής» δηλώνουν τον κυτταρικό
τύπο που έχει γίνει προβληματικός. Έτσι
υπάρχουν τέσσερις βασικοί τύποι
λευχαιμίας που είναι: η οξεία μυελογενής
λευχαιμία, η χρόνια μυελογενής
λευχαιμία, η οξεία λεμφογενής λευχαιμία
και η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία.
Η οξεία λευχαιμία είναι μία ραγδαία
εξελισσόμενη νόσος, η οποία έχει σαν
αποτέλεσμα
τη συσσώρευση ανώριμων, ανενεργών
κυττάρων στο μυελό των οστών και στο
αίμα.
Ο μυελός συχνά δεν μπορεί να παράγει πια
αρκετά φυσιολογικά ερυθρά και λευκά
αιμοσφαίρια, και αιμοπετάλια.
Η χρόνια λευχαιμία, από την άλλη,
εξελίσσεται πιο αργά καθώς επιτρέπει τη
δημιουργία περισσότερων και ωριμότερων
λειτουργικών κυττάρων.
Επιδημιολογικά στοιχεία
Οι οξείες και χρόνιες μορφές της
λευχαιμίας εμφανίζονται σε περίπου ίσα
ποσοστά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις
πλήττονται ηλικιωμένοι ασθενείς, καθώς
πάνω σε από τα μισά περιστατικά οι
ασθενείς έχουν ηλικία άνω των 60. Η
λευχαιμία πλήττει τους ενήλικες 10 φορές
περισσότερο από ότι τα παιδιά, όμως
είναι ο πιο συχνός παιδικός καρκίνος, με
την οξεία λεμφογενή λευχαιμία να
αποτελεί το 80% των παιδιατρικών
λευχαιμικών περιστατικών.
Ο πιο συχνός τύπος λευχαιμίας σε
ενήλικες είναι η οξεία μυελογενής (ΟΜΛ)
για την οποία η επίπτωση αυξάνει
δραματικά μετα την ηλικία των 40.
Η επίπτωση για όλους τους τύπους
λευχαιμίας είναι υψηλότερη για τους
άνδρες από ότι για
τις γυναίκες. Για το 2001 οι άνδρες θα
αποτελούν παραπάνω από το 56% των
περιστατικών της λευχαιμίας.
Οι λευχαιμίες αντιπροσωπεύουν το 31% όλων
των καρκίνων που εμφανίζονται σε παιδιά
νεώτερα από 15 ετών κατά τα έτη 1990-95.
Ο πιο κοινός τύπος λευχαιμίας ανάμεσα σε
παιδιά κάτω των 15 ετών είναι η οξεία
λεμφογενής λευχαιμία (ΟΛΛ). Η επίπτωση
της ΟΛΛ σε παιδιά 2-3 ετών είναι 4 φορές
μεγαλύτερη από ότι σε βρέφη και 10 φορές
μεγαλύτερη από ότι σε 19χρονα παιδιά.
Όμως,
τα περισσότερα παιδιά με ΟΛΛ
θεραπεύονται.
Η λευχαιμία είναι η πιο κοινή αιτία
θανάτου από καρκίνο στους άνδρες άνω των
40 ετών,
ενώ για τις γυναίκες είναι η πρώτη αιτία
θανάτου από καρκίνο πριν την ηλικία των
20 ετών.
Ποιός κινδυνεύει από την ασθένεια;
Οι παράγοντες κινδύνου για τη λευχαιμία
πιστεύεται ότι είναι:
Ηλικία - Περίπου 60% με 70% των
λευχαιμιών παρουσιάζονται σε ασθενείς
μεγαλύτερους των 50 ετών.
Ακτινοβολία - Ο κίνδυνος για τη
χρόνια μυελογενή λευχαιμία αυξάνει για
τους ανθρώπους που έχουν δεχτεί υψηλές
δόσεις ακτινοβολίας.
Χημικά - Ο κίνδυνος λευχαιμίας είναι
κατά 20 φορές μεγαλύτερος για τους
εργαζόμενους που εκτίθενται
μακροχρόνια σε βενζένιο, διαλύτες,
εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα και λιπάσματα.
Γενετική - Η λευχαιμία είναι 15 φορές
πιο συχνή σε παιδιά με σύνδρομο Down, το
οποίο είναι μία γενετική ανωμαλία.
Υπάρχουν και άλλες ανωμαλίες που έχουν
αυξημένο κίνδυνο για λευχαιμία, όπως η
αναιμία Fanconi, το σύνδρομο Bloom, κ.α.
Κάπνισμα - Υπάρχουν χημικά στα
τσιγάρα που μπορεί να αυξήσουν την
πιθανότητα για λευχαιμία, όπως βενζένιο,
πολώνιο -210, και πολυκυκλικοί αρωματικοί
υδρογονάνθρακες.
Διάγνωση
Από τη στιγμή που ο ιατρός υποψιασθεί
ότι ένας ασθενής μπορεί να πάσχει από
λευχαιμία πρέπει να γίνουν ορισμένες
εξετάσεις:
- Αιματολογικές εξετάσεις, οι
οποίες θα αξιολογήσουν τον τύπο και
την ποσότητα των
κυττάρων του αίματος, όπως επίσης και
τη σχέση και την αναλογία των διαφόρων
συστατικών του αίματος.
- Βιοχημικές εξετάσεις.
- Εξετάσεις του μυελού των οστών,
όπως λήψη δείγματος του μυελού των
οστών, μικροσκοπικές, κυτταροχημικές
και κυτταρογενετικές εξετάσεις του
δείγματος.
- Ακτινογραφία.
- Αξονική Τομογραφία.
- Μαγνητική Τομογραφία.
- Υπερηχογράφημα.
Συμπτώματα της ασθένειας
Τα συμπτώματα της οξείας λευχαιμίας
μπορεί να είναι: ανεπάρκεια
αιμοπεταλίων
(που έχει σαν αποτέλεσμα εύκολα
μελανιάσματα και αιμορραγίες), αναιμία (με
αποτέλεσμα ωχρότητα ή και καταβολή),
ανεπαρκής δραστικότητα λευκών
αιμοσφαιρίων (με αποτέλεσμα
υποτροπιάζουσες λοιμώξεις ελάσσονος
σημασίας).
Αυτά τα συμπτώματα δεν είναι ειδικά για
τη λευχαιμία και μπορεί να προκαλούνται
και από άλλες ανωμαλίες.
Ένα ποσοστό ανθρώπων με χρόνια
λευχαιμία μπορεί να μην έχουν μείζονα
συμπτώματα
και να διαγιγνώσκονται μόνο με
περιοδικές ιατρικές εξετάσεις.
Θεραπεία της νόσου
Ο σκοπός της θεραπείας είναι να
προκαλέσει πλήρη ύφεση. Πλήρης ύφεση
σημαίνει
ότι δεν υπάρχει ένδειξη της νόσου και ο
ασθενής έχει πια φυσιολογικές τιμές για
τα κύτταρα
του μυελού των οστών και του αίματος. Η
υποτροπή δείχνει ότι τα λευχαιμικά
κύτταρα επιστρέφουν όπως και τα
συμπτώματα της λευχαιμίας. Γα την οξεία
λευχαιμία, μία πλήρης ύφεση που διαρκεί
πέντε χρόνια μετά τη θεραπεία συχνά
υποδεικνύει ίαση της νόσου.
Η θεραπεία της λευχαμίας γίνεται με τη
χρήση χημειοθεραπευτικών φαρμάκων, τα
οποία χορηγούνται συνήθως σε συνδυασμό.
Περίπου 40 διαφορετικά φάρμακα
χρησιμοποιούνται τώρα για τη θεραπεία
της νόσου αυτής.
Η μεταμόσχευση μυελού των οστών
εισήχθη στη θεραπεία της λευχαιμίας
πριν από 30 περίπου χρόνια. Υπάρχουν δύο
τύποι μεταμοσχεύσεων: η αυτόλογη, κατά
την οποία χρησιμοποιείται ο μυελός του
ίδιου του ασθενή, και η αλλογενής, κατά
την οποία λαμβάνεται μυελός των οστών
από έναν φυσιολογικό δότη, συνήθως
αδελφό του ασθενούς.
Εκτός από τη συμβατική χημειοθεραπεία, ο
ασθενής με λευχαμία μπορεί να δεχθεί και
ανοσοθεραπεία, δηλ. θεραπεία με
μονοκλωνικα αντισώματα.
|